-
1 графление
η διαγράμμιση, ο διαγραμ-μισμός, το ρίγωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > графление
-
2 график
I график I м 1) το διάγραμ μα 2) (план работы ) το πρό γραμμα (της δουλειάς) II график II м (художник ) ο σχεδιογράφος* * *I м1) το διάγραμμα2) ( план работы) το πρόγραμμα (της δουλειάς)II м( художник) ο σχεδιογράφος